ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών περνάνε τώρα σαν διαδοχικές εικόνες στο μυαλό μου — με μια αίσθηση μεταιχμιακή ανάμεσα στο περασμένο και το τωρινό — απόμακρα αλλά και έντονα την ίδια στιγμή.

*
Την είδα για πρώτη φορά προχτές το βράδυ στο τραμ να κάθεται πίσω απ’ τους μεθυσμένους τουρίστες. Ζέστη, φασαρία, φωνές. Μυρωδιά χλιαρής μπίρας. Ήταν μασκαρεμένοι με αρχαίες στολές. Άλλοι σαν Σάτυροι, άλλοι Ποσειδώνες. Είχαν κάτι φουσκωτές τρίαινες και τις πετούσε ο ένας στον άλλον γελώντας και φωνάζοντας μες στ’ αυτιά μου. Αβάσταχτο. Μάλλον θα ήταν κανένα πάρτι απ’ αυτά που οργανώνουν τα ξένα ταξιδιωτικά πρακτορεία για ανίδεους τουρίστες. «Εβδομάδα Ελληνικών Οργίων» ή κάτι τέτοιο. Ήμουν τόσο εκνευρισμένος μέσα σ’ όλο αυτό τον σαματά. Ήταν κι αυτή η υγρασία! Ο αέρας κολλούσε πάνω μου, μ’ έπνιγε. Ένιωθα λες και οι φωνές τους κολλούσαν κι αυτές πάνω μου και έσταζαν στο πάτωμα.
Στο δρόμο για το σπίτι, κατέβηκα από το τραμ και πήρα τα γνωστά στενά, μαύρα μέσα στη νύχτα. Οι πολυκατοικίες έγερναν να με πλακώσουν. Μου φάνηκε ότι άφηνα πίσω μου υγρές πατημασιές στην άσφαλτο που έκαιγε ακόμα. Προχωρούσα αργά λόγω ζέστης, αλλά δεν βιαζόμουν κιόλας. Ήξερα σε τι θα γύριζα. Η εικόνα της μου ερχόταν στο νου — να κάθεται μόνη στο τραμ, με εκείνο το λεπτό φόρεμα που σχεδόν φανέρωνε το κορμί της. Κι εκείνο το μικροσκοπικό κοχυλάκι πάνω στη γάμπα της.
Το σαλόνι ήταν άνω-κάτω ως συνήθως. Η τηλεόραση ανοιχτή. Στο πάτωμα σκόρπια περιοδικά, βιβλία, μαξιλάρια. Μια δυσάρεστη, απροσδιόριστη μυρωδιά βάραινε το δωμάτιο. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Δεν ήταν εδώ μέσα. Έκλεισα την τηλεόραση και πήγα στην κρεβατοκάμαρα. Κοιμόταν. Έβγαλα τα ρούχα μου κι έπεσα ξερός δίπλα της. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω. Ήμουν πολύ κουρασμένος. Η μυρωδιά από ουίσκι που ανέδιδε άρχισε να με υπνωτίζει.
Ξύπνησα καταμεσής τη νύχτα ιδρωμένος. Τι ζέστη! Εκείνη ευτυχώς ακόμα κοιμόταν, δεν είχε καν αλλάξει πλευρό. Άγγιξα τα μαλλιά της απαλά να μην την ξυπνήσω. Πόσο έφταιγα εγώ; Ή μήπως έφταιγα μόνο εγώ; Με τις άκρες των δαχτύλων μου άγγιξα απαλά τις ξεραμένες πληγές της. Χάιδεψα τη γραμμική ουλή της χαρακιάς που έτεμνε τον καρπό της και την ακολούθησα απαλά με το δάχτυλό μου. Μακάρι, σκεφτόμουν πολλές φορές, να είχαν τελειώσει όλα τότε, μακάρι η χαρακιά να είχε κάνει την δουλειά της και να μην μας είχε αφήσει έτσι. Τώρα πια έτρεμα μπρος στη θυσία που χρωστούσαμε.

**
«Καλά, άκουσες τι έγινε σήμερα;» Γύρισα και τον κοίταξα κουρασμένα. Τον ηλίθιο, δεν τον αντέχω. Τόσα χρόνια στο ίδιο γραφείο κι ακόμα δεν τον αντέχω. Πάντα αυτή η ίδια βλακώδης έκφραση στο πρόσωπό του όταν πάει να σου πει κάτι — κάτι δήθεν έξυπνο και πρωτότυπο — και πάντα λέει την πιο κοινότοπη χαζομάρα που σε κάνει να απορείς πώς σπαταλά την ενέργεια να την ξεστομίσει. Δεν είχα κοιμηθεί καλά το προηγούμενο βράδυ και δεν είχα καμία όρεξη. Δεν του απάντησα καθόλου.
«Φοβερό, ε; Και να φανταστείς ότι έγινε λίγο πιο κάτω στην παραλία! Απίστευτο!»
«Τι έγινε;» Ήξερα πως δεν θα ξεμπέρδευα έτσι εύκολα.
«Μα καλά, δεν άκουσες τις ειδήσεις; Για το φόνο λέω. Ο δεύτερος μέσα σε δύο μέρες! Να, ορίστε, γι’ αυτό λένε τώρα» και δυνάμωσε το ραδιόφωνο πάνω στο γραφείο του.
«...Η αστυνομία επιβεβαίωσε ότι το αίτιο του θανάτου ήταν στραγγαλισμός και ότι το έγκλημα έλαβε χώρα χθες μεταξύ 9 και 10 το βράδυ. Αξιοπερίεργο χαρακτηρίστηκε το γεγονός ότι, όπως και στον προχθεσινό φόνο, το πτώμα βρέθηκε γυμνό, καλυμμένο με κοχύλια. Η αστυνομία καλεί οποιονδήποτε γνωρίζει κάτι σχετικό να επικοινωνήσει με το πλησιέστερο...»
«Απίστευτο! Δύο φόνοι στη σειρά και οι δύο εδώ δίπλα! Έχουμε κάποιον serial killer ανάμεσά μας! Χε χε χε! Δεν μου λες…», πήρε ύφος κουτοπόνηρο, «εσύ δεν περνούσες χθες το βράδυ τέτοια ώρα περίπου από την παραλιακή; Μήπως ξέρεις τίποτα;». Χαμογελούσε με μια ηλίθια αυταρέσκεια.
«Μη λες βλακείες!». Γύρισα για λίγο στα χαρτιά μου πάνω στο γραφείο μου. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Η θάλασσα πάντα απειλητική πάνω απ’ τις γκρίζες ταράτσες, κάτω απ’ τον άσπρο ουρανό.


***
Ήταν ίδια ώρα, σαν την προηγούμενη νύχτα, στο τραμ. Καθόταν πάλι μόνη. Απέφευγα να την κοιτάζω απευθείας κι έτσι έριχνα ματιές στην αντανάκλασή της πάνω στα τζάμια. Ένα μυστήριο, παγωμένο χαμόγελο στα χείλη την έκανε να μοιάζει με αρχαίο λατρευτικό άγαλμα. Τα ίσια καστανά μαλλιά της πέφτανε μακριά πάνω στους ώμους και κάτω στην πλάτη της. Το ίδιο πάλι φόρεμα διέγραφε το κορμί της και δυο μικρά κοχύλια ήταν κολλημένα στην γάμπα της.
Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Θα κατέβαινε. Πρόσεξα πως ένας άνδρας που καθόταν απέναντί της σηκώθηκε κι αυτός και στάθηκε πίσω της. Το τραμ σταμάτησε και κατέβηκαν κι οι δυο. Τελευταία στιγμή πήδηξα έξω κι εγώ λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες. Δεν ήταν η στάση μου, αλλά ήθελα να τους ακολουθήσω, να δω πού πάνε. Δεν μπορούσα να πάω πίσω σπίτι. Όχι ακόμα.
Προχώρησαν στο πεζοδρόμιο κατά μήκος της παραλιακής, αυτή ένα βήμα πιο μπροστά να τον οδηγεί. Λίγο πιο δίπλα δυο αστυνομικοί που περιπολούσαν φάνηκε να μην τους δίνουν σημασία. Τους ακολούθησα προσεχτικά προσπαθώντας να το παίξω αδιάφορος καθώς πέρασα κι εγώ δίπλα απ’ τους αστυνομικούς. Κατέβηκαν κάτω στην παραλία. Χωρίς να με δουν, κρύφτηκα πίσω από μερικές στοιβαγμένες ξαπλώστρες. Η παραλία ήταν άδεια και θεοσκότεινη. Αυτός έβγαλε τα ρούχα του. Τον έπιασε απ’ το χέρι και τον οδήγησε μέσα στη θάλασσα. Τους έχασα. Μετά μια φωνή — η δική του — κι ένας παφλασμός. Κι έπειτα σιωπή. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έμεινα κρυμμένος για λίγα λεπτά.
Και τότε κάτι παράξενο συνέβη. Την είδα να προβάλλει απ’ το νερό και να βγαίνει έξω στην αμμουδιά. Ήταν μόνη. Όμως δεν περπατούσε κανονικά, αλλά σερνόταν πάνω στην άμμο, στα τέσσερα. Μου φάνηκε πως τα μάτια της έλαμπαν μες στο σκοτάδι και πως αφροί τρέχανε απ’ το στόμα της. Έμοιαζε με λυσσασμένο ζώο. Έτσι, στα τέσσερα, στάθηκε πάνω απ’ τα ρούχα του άνδρα που ήταν πεταμένα στην άμμο και, μ’ έναν ήχο σαν γρύλισμα, γύρισε το κεφάλι προς τον ουρανό. Είχα μείνει ακίνητος στην κρυψώνα μου να την κοιτάζω. Η καρδιά που πήγαινε να σπάσει.
Σηκώθηκε όρθια και, σαν τίποτα να μην είχε συμβεί, προχώρησε πίσω προς την παραλιακή λεωφόρο. Αφού απομακρύνθηκε και βεβαιώθηκα πως δεν με βλέπει, πήγα εκεί που ήταν τα ρούχα του άντρα. Κοίταξα γύρω μου. Δεν ακουγόταν τίποτα. «Είναι κανείς εκεί;» φώναξα προς τα ανοιχτά. Τίποτα, καμία απάντηση. Προχώρησα προσεχτικά προς τη λεωφόρο και άρχισα να την ακολουθώ. Την είδα στο βάθος να προχωρά ήρεμη, με βήμα αργό ανάμεσα στον κόσμο. Το βρεγμένο φόρεμά της είχε γίνει ένα με το κορμί της. Ήθελα να την προφτάσω. Δεν ήξερα γιατί, τι θα έκανα, αλλά έπρεπε να την φτάσω. Επιτάχυνα. Είχε ζέστη αποπνικτική και μου ’χε κοπεί η ανάσα. Επιτάχυνα κι άλλο, την είχα σχεδόν φτάσει, όταν ξαφνικά ...
Μια βίαιη σπρωξιά με πέταξε προς τα πίσω. Βρέθηκα περικυκλωμένος από μεθυσμένους τουρίστες, μασκαρεμένους σαν Σάτυροι και Ποσειδώνες. Βρωμούσαν αλκοόλ και ιδρώτα. Άρχισαν να με σπρώχνουν και να γελάνε, να με χτυπάνε με τις φουσκωτές τρίαινές τους και να ουρλιάζουν με διαπεραστικές φωνές. Ένιωσα ένα πόνο στα μηνίγγια. Σαν οι τρίαινες να ήταν αληθινές και μου τρυπούσαν το κεφάλι. Προσπάθησα να την εντοπίσω μέσα απ’ τα σώματα που με περικύκλωναν, αλλά είχε ήδη εξαφανιστεί. Έσπρωχνα κι εγώ και κλωτσούσα δεξιά κι αριστερά, ώσπου ελευθερώθηκα απ’ τον κλοιό τους κι άρχισα να τρέχω προς την άλλη κατεύθυνση.
Όταν έφτασα σπίτι ήμουν ακόμα λαχανιασμένος. Έτρεχα σ’ όλο το δρόμο. Με το που άνοιξα την πόρτα μια αβάσταχτη μπόχα με χτύπησε κατακέφαλα. Μου ’ρθε να λιποθυμήσω. Ήταν πεσμένη μπρούμυτα στη μέση του σαλονιού, αναίσθητη, με το πρόσωπο στο πάτωμα, βουτηγμένη σχεδόν ολόκληρη σε μια λίμνη από ξεραμένο εμετό. Το δωμάτιο ήταν σαν να είχε εκραγεί. Σπασμένα γυαλιά σκόρπια παντού, έπιπλα αναποδογυρισμένα, κουρτίνες ξεσκισμένες. Ήταν χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Πήγα κοντά της. Της σήκωσα πρώτα το κεφάλι από το πάτωμα. «Τι έκανες; Τι έκανες;» ψιθύρισα απαλά. Δεν περίμενα απάντηση. Ένας ψίθυρος ακούστηκε σιγανά. Μίλησε; Είπε κάτι; Πλησίασα το πρόσωπό μου πιο κοντά στο δικό της. «Τι είπες;». Μετά βίας μπορούσα να αντέξω την βρώμα. «Μη...με βλέπεις έτσι...Φύγε!». Την έπιασα παραμάσχαλα. Ενώ πήγαινα να την σηκώσω, γλίστρησα και πέσαμε κι οι δυο πάνω στον εμετό. Κρατώντας την ακόμα στην αγκαλιά μου, την πήγα σέρνοντας προς την μπαλκονόπορτα. Είχε πέσει ξανά σε λήθαργο. Τριγύρω η πόλη. Σκυθρωπή. Εγκαταλελειμμένη. Με το χάλκινο χρώμα της υγρασίας πάνω στις πολυκατοικίες και στα πεζοδρόμια. Μ’ έπιασε ένα σύγκρυο. Την έσφιξα κι άλλο στην αγκαλιά μου.

****
Όλο το γραφείο μιλούσε σήμερα για τον τρίτο στη σειρά φόνο στην παραλία. Πάλι το πτώμα ενός στραγγαλισμένου άντρα βρέθηκε χθες γυμνό και καλυμμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με κοχύλια. Όλοι στο γραφείο μιλούσαν για τον κατά συρροή δολοφόνο της περιοχής. Και πρώτος και καλύτερος βέβαια ο γνωστός ηλίθιος του γραφείου. Εγώ διασκέδαζα με αυτά που άκουγα και περίμενα πώς και πώς να έρθει το βράδυ.
Η ώρα ίδια με χτες. Αλλά, ό,τι ώρα και να ήταν, ήξερα ότι θα ήταν εκεί. Στον θρόνο της. Το τραμ πάλι γεμάτο με μασκαρεμένους τουρίστες. Όμως αυτή τη φορά ήταν ήσυχοι. Μου φάνηκε ότι με παρακολουθούσαν. Πήγα και κάθισα απέναντί της. Την κοιτούσα κατάματα. Είχε πάλι αυτό το χαμόγελο παγωμένο στο πρόσωπό της. Ήταν παρηγορητικό. Χαμήλωσα για λίγο τα μάτια και κοίταξα τα όμορφα, ξυπόλητα πόδια της και τα τρία κοχυλάκια πάνω στη γάμπα της.
Σηκώθηκε και την ακολούθησα. Κατεβήκαμε και πήγαμε προς την παραλία περνώντας, έτσι απλά, ανάμεσα από μια μεγάλη περίπολο αστυνομικών (απόψε είχαν γεμίσει την παραλιακή), σαν να ήμασταν αόρατοι. Φτάσαμε στην ακροθαλασσιά. Έβγαλα τα ρούχα μου και με πήρε απ’ το χέρι.
Και τώρα, με μάτια που λάμπουνε μες στο σκοτάδι, με αυτό το παρηγορητικό χαμόγελο στα χείλη, με οδηγεί αργά-αργά στα βαθιά. Τώρα η θάλασσα ξεπλένει και τις τελευταίες αναμνήσεις μου. Κι εγώ, γυμνός, αβαρής, καθώς το νερό με τυλίγει δροσερό μέσα στην κάψα της νύχτας, νιώθω για πρώτη φορά ελεύθερος απ’ αυτό το χρέος το ασήκωτο, που κάποιοι κουβαλάμε για τόσο πολύ καιρό ώστε μπερδευόμαστε και το νομίζουμε αναπόφευκτο.
 
Creative Commons License
Οι "ιστορίες της πόλης" διανέμονται ελεύθερα υπό τις εξής προϋποθέσεις:
Αναφορά προέλευσης (ιστορίες της πόλης: greganto.blogspot.com) - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα,
όπως αυτές περιγράφονται στην παρακάτω άδεια
Creative Commons Attribution-Noncommercial-No Derivative Works 3.0 Greece License.