STABAT MATER

«Έλα μαζί μου». Με κοιτούσε στα μάτια.
«Δεν γίνεται», απάντησα.
«Με καταλαβαίνεις. Έτσι δεν είναι;», ρώτησε διστακτικά.
«Ναι. Πήγαινε τώρα! Και πρόσεχε….».
Αν ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα, θα είχα κάνει ό,τι μπορούσα για να τον εμποδίσω.

«Ιωαννίδη, δεν πιστεύω να ’χες καμιά ανάμειξη στα χθεσινά; Έχεις κάτι να μου πεις; Μήπως σου είπε τίποτα ο φίλος σου που θα ’πρεπε να ξέρω;».
Με κοιτούσε με βλέμμα κουτοπόνηρα καχύποπτο.
«Όχι, κύριε Διοικητά! Δεν γνωρίζω τίποτα». Συνέχισε να με κοιτάζει καχύποπτα. Έπειτα υπέγραψε το απολυτήριο.
«Καλώς, μπορείς να φύγεις. Άντε, και καλός πολίτης!».
Ήμασταν τέσσερις που απολυθήκαμε μαζί εκείνο το πρωί. Η καναδέζα (το στρατιωτικό τζιπ) μας κατέβασε ως τη στάση του λεωφορείου για την πόλη. Στο πίσω μέρος, καθόμασταν δυο-δυο αντικριστά με τα απολυτήρια στα χέρια, αμίλητοι. Κάποια χαμόγελα, αδιόρατα σχεδόν. Διασχίσαμε τα χωράφια που χωρίζονταν με σειρές από λεύκες. Μέσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων το φως περνούσε κι έσβηνε γρήγορα, ρυθμικά. Ήρθε στο νου μου μια παρόμοια εικόνα, μια εικόνα από εκείνη τη μέρα που άρχισαν όλα – λίγη ώρα πριν αρχίσουν όλα – καθώς πηγαίναμε για να ελέγξουμε τις τηλεφωνικές γραμμές. Οι δυο μας πίσω στην καναδέζα. Το φως του ήλιου τρεμόπαιζε στο πρόσωπό του. Τριγύρω μας οι λεύκες, πελώριες. Και πιο πέρα τα ατέλειωτα χωράφια.

Παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο αρχές Μαΐου. Μ’ έστειλαν μαζί μ’ ένα δεκανέα να τον παραλάβω απ’ τη στάση του λεωφορείου. Τον βοήθησα να φορτώσει τις αποσκευές του στην καναδέζα. Ήταν τρία-τέσσερα χρόνια μικρότερός μου, γεροδεμένος με μαύρα μαλλιά και γαλανά μάτια.
«Έχεις βλέμμα στοχαστικό», μου είπε καθώς πήδηξε στο πίσω μέρος της καναδέζας. «Πώς σε λένε;», με ρώτησε.
«Νίκο».
«Εμένα Χάρη».
Από τότε γίναμε φίλοι. Περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί, μέσα κι έξω απ’ το στρατόπεδο. Ήταν ταυτόχρονα εύθυμος και αινιγματικός. Δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του ή για την οικογένειά του. Κι εγώ διακριτικά απέφευγα να τον ρωτήσω. Αυτό που μας έφερνε κοντά ήταν οι κοινές μας ανησυχίες γύρω από διάφορα θέματα: Φιλοσοφία, θρησκεία, τέχνη. Μακριά απ’ τους άλλους στρατιώτες, συνηθίζαμε στις εξόδους μας να πηγαίνουμε σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο: Πλάι στο ρέμα, μέσα σ’ ένα δασάκι με καστανιές, πέρα απ’ τα χωράφια. Αποφεύγαμε την πόλη, άλλωστε τα οικονομικά του Χάρη ήταν περιορισμένα. Ξαπλώναμε εκεί στο χώμα, κάτω απ’ τα δέντρα, με κρασιά και τσιγάρα και μιλούσαμε με τις ώρες. Μου είπε πως σπούδαζε φιλόλογος, αλλά παράτησε τη σχολή στο τελευταίο έτος για να καταταχτεί. Είχε ένα μεγάλο πάθος για τη μουσική. Έπαιζε πιάνο, αν και δεν τον άκουσα ποτέ, και λάτρευε τον Βιβάλντι, τον Σούμπερτ και τον Μάλερ. Κι εγώ, μετά τόσους μήνες μες στο στρατό, ένιωσα να συνδέομαι με κάποιον πραγματικά. Πριν τον γνωρίσω, η λίγο-πολύ έμφυτη μοναξιά μου μ’ είχε απομονώσει στον εαυτό μου. Το περιβάλλον του στρατού το ’βρισκα ξένο κι εχθρικό. Όμως για τον Χάρη ένιωσα, απ’ την πρώτη κιόλας μέρα που τον γνώρισα, μια κατανόηση εσωτερική – πέρα από στερεότυπα – η οποία μ’ έβγαζε απ’ την απομόνωση και μου ’δινε κουράγιο.
Μιλούσαμε συχνά για θέματα φιλοσοφικά. Ο Χάρης είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την Ηθική. Απέναντι στη δική μου δυσπιστία και τον αγνωστικισμό, ο Χάρης αντιπαρέθετε απόψεις στέρεες, τις οποίες υποστήριζε με πάθος που, καμιά φορά, έφτανε στα όρια της εμμονής. Θεωρούσε ότι πίσω απ’ τα ηθικά κίνητρα των επιλογών μας κρύβεται το νόημα της ύπαρξης. Ότι η Ηθική και η Αισθητική (το «Θείο και η Τέχνη», καθώς έλεγε) είναι αλληλένδετες εκφάνσεις ενός κυκλικού νόμου που διέπει το σύμπαν.

«Η ομορφιά αποτελεί ηθική αξία. Την υπέρτατη, ίσως, αξία», τον θυμάμαι να λέει μια φορά, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στο χώμα παίζοντας μ’ ένα φυλλαράκι στα δάχτυλά του.
(Τι μέρα κι εκείνη! Λίγες ώρες πριν, ενώ τρέχαμε να ξεφύγουμε από κάτι τσοπανόσκυλα που μας κυνηγούσαν στα χωράφια, πέσαμε κι οι δυο με τα μούτρα μέσα σ’ ένα βάλτο. Γίναμε χάλια, λάσπες απ’ την κορφή ως τα νύχια.
«Ακολούθα με!», είπε και μ’ οδήγησε πιο πέρα, έξω από ένα αγροτόσπιτο.
«Είναι κανείς εδώ;». Καμιά απάντηση.
«Έλα!», μου κάνει και μπήκαμε μέσα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. «Λοιπόν, ψάξε βρες τίποτα να φάμε και να πιούμε κι εγώ θα μας φέρω καθαρά ρούχα». Καταλήξαμε μ’ ένα καλάθι φρούτα και τρεις μπουκάλες κρασί, να φοράμε μια ετερόκλητη συλλογή ρούχων, μισά παιδικά, μισά γυναικεία, ξαπλωμένοι κάτω από ένα δέντρο – τα δικά μας ρούχα να στεγνώνουν πάνω στα κλαδιά – και να συζητάμε για Ηθική).
«Η αθωότητα αποτελεί την υπέρτατη ομορφιά. Η φύση είναι αθώα, δηλαδή όμορφη. Αυτό επιδιώκει ο άνθρωπος με την τέχνη! Πραγματική τέχνη είναι εκείνη που μπορεί να μας επαναφέρει στην ηθική αρμονία – ή τουλάχιστον να μας την υπενθυμίσει».
«Μιλάς για την αθωότητα. Και η αμαρτία;», τον ρώτησα.
«Η αμαρτία... υπάρχει, ναι. Είναι, ουσιαστικά, η ασχήμια, η βιαιοπραγία πάνω στην ομορφιά της φύσης, η ασέλγεια πάνω στην αρμονία του σύμπαντος. Η φύση, να το ξέρεις, τιμωρεί αυστηρά την ύβρη αυτή».

Ήταν, άραγε, η φύση που τιμώρησε το δολοφόνο της Τζάκι; Την είχε βαφτίσει έτσι ο Χάρης γιατί ήταν, όπως έλεγε, «όλο στυλ και φινέτσα, ίδια η κυρία Ωνάση». Ήταν ένα ασπρόμαυρο γατάκι λίγων μόλις μηνών. Ο Χάρης την είχε πάρει υπό την προστασία του. Την τάιζε κάθε μέρα ξεκλέβοντας λίγο γάλα απ’ το πρωινό, λίγο απ’ το φαγητό του. Καμιά φορά την έπαιρνε μαζί του στη σκοπιά ή την έκρυβε μες στο κρεβάτι του και κοιμόντουσαν αγκαλιά. Ένα απόγευμα, θυμάμαι, την είχε φέρει μαζί του στο δάσος. Την κράτησε ψηλά στον αέρα και μου είπε:
«Ο άνθρωπος ζηλεύει τα ζώα γιατί μετέχουν της ευτυχίας, την οποία ο ίδιος ονειρεύεται, μάταια, να κατακτήσει».
Μια μέρα, ένας στρατιώτης, έτσι για πλάκα, έπιασε την Τζάκι και την πέταξε μες στο προαύλιο της αποθήκης οπλισμού πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα. Ήταν φύλακες εκεί δυο σκυλιά. Δυο πλάσματα εξαθλιωμένα, πεινασμένα και άγρια, παρουσίαζαν μια εικόνα εγκατάλειψης και βάναυσης κακομεταχείρισης. «Νομίζω ότι δεν έχω δει ποτέ κάτι πιο θλιβερό απ’ αυτό», έλεγε πολλές φορές ο Χάρης όταν περνούσε από μπροστά τους. Έκαναν την Τζάκι κομμάτια. Ο στρατιώτης πήρε ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτήν και το ’κρυψε κάτω απ’ την κουβέρτα του Χάρη που έλειπε εκείνη την ώρα στη σκοπιά. Όταν επέστρεψε την βρήκε εκεί, μια μικρή μάζα από κρέας και κόκαλα. Την μάζεψε προσεκτικά σε μια σακούλα, άνοιξε με την ξιφολόγχη του ένα λάκκο κάτω απ’ τη μουριά που φύτρωνε στο πίσω μέρος του λόχου και την έθαψε εκεί. Την επόμενη μέρα, ο στρατιώτης εκείνος ήταν σε έξοδο στην πόλη. Δεν επέστρεψε ποτέ. Μάθαμε πως ξυλοκοπήθηκε άγρια από μεθυσμένους αγνώστους, οι οποίοι τον παράτησαν σ’ ένα χαντάκι, παράλυτο απ’ τη μέση και κάτω.

Είχαν περάσει ήδη δυο μήνες απ’ τη μέρα που πρωτοσυνάντησα τον Χάρη, όταν μας έστειλε ο Διοικητής, συνοδεία ενός λοχία, να ελέγξουμε μια βλάβη στις τηλεφωνικές γραμμές. Μες στο δασάκι, κοντά στο σημείο όπου συχνάζαμε και φιλοσοφούσαμε με τον Χάρη, ήταν ένας από τους κατανεμητές του στρατιωτικού τηλεφωνικού δικτύου. «Να προσέχετε! Καμιά φορά φωλιάζουν φίδια εκεί μέσα. Τις προάλλες μια οχιά δάγκωσε ένα δεκανέα». Ίσως γι’ αυτό κι ο λοχίας που μας πήγε ως εκεί δεν βγήκε καν απ’ την καναδέζα.
«Πηγαίντε σεις και ρίξτε μια ματιά, εγώ πετάγομαι στο χωριό που έχω μια δουλίτσα. Σε μια-δυο ώρες θα ’μαι πίσω».
Απομείναμε οι δυο μας. Ανοίξαμε την καμπίνα του κατανεμητή διστακτικά περιμένοντας κάτι να πεταχτεί πάνω μας. Τίποτα, μέσα μόνο καλώδια, ξερόχορτα κι αράχνες. Ένα καλώδιο είχε φύγει απ’ τη θέση του – αυτό ήταν όλο κι όλο. Το φτιάξαμε, κλείσαμε την καμπίνα και παραμείναμε αμίλητοι να κοιτάμε προς τη μεριά του δρόμου. Πιο δίπλα το ρέμα. Ήταν ήσυχα, γαλήνια.
«Δεν είναι συγκινητική; Η ομορφιά;», είπε τελικά. Χαμογελούσε. Το πρόσωπό του έλαμπε.
«Έλα, πάμε!», είπε.
Προχώρησε προς το ρέμα και ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο. Τον ακολούθησα και κάθισα δίπλα του. Νύσταζα τόσο πολύ. Έπεσα ανάσκελα πάνω στο χώμα. Μόνο το νερό ακουγόταν δίπλα μας. Το φως μέσα απ’ τα κλαριά. Έσβηνε σε ροζ κηλίδες μες στα βλέφαρά μου καθώς βυθιζόμουν στον ύπνο.
Δεν είμαι σίγουρος πόση ώρα κοιμόμουν όταν με ξύπνησαν οι φωνές του:
«Ξύπνα! Γρήγορα! Τρέξε να δεις!».
Ανασηκώθηκα και τον είδα αρκετά μέτρα πιο πέρα, πεσμένο στα τέσσερα, να σκάβει με τα χέρια του το χώμα. Πήγα προς το μέρος του.
«Κοίτα!»
Ήταν ένα πρόσωπο. Πέτρινο. Ένα άγαλμα. Μια γυναικεία μορφή που μας κοιτούσε με μισό χαμόγελο, τα μαλλιά της σγουρά πιασμένα πίσω απ’ τα αυτιά.
«Είναι τόσο όμορφη!», είπε.
«Απίστευτο», ψέλλισα.
«Δεν είναι απίστευτο!», φώναξε. «Είναι υπέροχο! Είναι αυτό που έπρεπε να συμβεί! Καταλαβαίνεις;».
Δεν καταλάβαινα, είχα σαστίσει. «Να περιμένουμε να γυρίσει ο λοχίας να το αναφέρουμε», είπα. «Θα μπλέξουμε».
«Όχι!», είπε κοφτά. «Αυτοί οι καραβανάδες θα κάνουν καμιά βλακεία! Λοιπόν, άκουσέ με….». Με κοίταξε στα μάτια. Μιλούσε έντονα, παθιασμένα. «Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα σε κανέναν! Δεν το βλέπεις;». Ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του. Η απόλυτη ομορφιά της τέχνης μέσα στην απόλυτη αθωότητα της φύσης! Είναι υπέροχο! Είναι σχεδόν μια πράξη…. θείας χάρης! Θα την θάψω ξανά για να μην την βρει κανείς. Θα με βοηθήσεις;».
Ήμουν μπερδεμένος. «Θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα», είπα. Φαινόταν τόσο ειλικρινής μες στην παραφορά του. Μου ήταν αδύνατο να του αντισταθώ.
«Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα πεις τίποτα;», με ρώτησε.
«Ναι, στο υπόσχομαι».
Έσκυψε πάνω απ’ το άγαλμα και άρχισε να το σκεπάζει ξανά. «Έλα, γρήγορα. Πριν έρθει ο λοχίας!». Κάθισα κι εγώ δίπλα του να τον βοηθήσω.

Από τότε, μέσα σε λίγες μόνο μέρες, η συμπεριφορά του άλλαξε ραγδαία. Η όψη του χλωμή, άρρωστη. Την περισσότερη ώρα κοιμόταν. Στις εξόδους του εξαφανιζόταν. Κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε. Άλλοτε πάλι περιφερόταν μόνος κι αμίλητος, μ’ένα κενό βλέμμα, στους διαδρόμους του λόχου. Πάσχιζα, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε πάθει. Προσπαθούσα ν’ ανοίξω μαζί του διάλογο, να του μιλήσω για τα αγαπημένα του θέματα, τη μουσική, τη φιλοσοφία. Άλλες φορές τον ρωτούσα αν ήταν κάτι που θα μπορούσα να κάνω για να τον βοηθήσω ή του φώναζα να προσπαθήσει να συνέλθει, ότι δεν είναι αντάξιά του μια τέτοια στάση. Μάταια, όμως. Γύριζε το κεφάλι απ’ την άλλη και το βλέμμα του χανόταν μακριά.
Ένα απόγευμα, θυμάμαι, τον είδα να στέκεται πάνω απ’ τον τάφο της Τζάκι, κατάχλωμος με το βλέμμα καρφωμένο στο χώμα. Τον πλησίασα. Άκουγε μουσική με τα ακουστικά. Ψηνόταν στον πυρετό κι έτρεμε.
«Τι ακούς;», ρώτησα.
Χωρίς να μου μιλήσει, έβγαλε τα ακουστικά και μου τα φόρεσε.
«Βιβάλντι;», τον ρώτησα.
Καμιά απάντηση.

Stabat Mater dolorosa
Juxta Crucem lacrimosa,
Dum pendebat Filius.

Είχε περάσει πια ενάμισης μήνας από τότε που βρήκαμε το άγαλμα, όταν ήρθε και μου μίλησε.
«Αύριο είμαστε εξοδούχοι», είπε. «Θέλεις να ’ρθεις μαζί μου;».
Είχε εβδομάδες ολόκληρες να μου απευθύνει το λόγο.
«Ναι, φυσικά», είπα, θέλοντας να προσθέσω: «Τι συμβαίνει; Πες μου! Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι!», όμως γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε πριν προλάβω να τον ρωτήσω τίποτα.
Το μεσημέρι της επόμενης μέρας πήραμε το μονοπάτι μέσα απ’ τα χωράφια. Ένα αεράκι πάνω μας και γύρω μας ριγούσε τα φυλλώματα σε κυματισμούς.
«Ο πατέρας μου ήταν αρχαιολόγος», είπε ξαφνικά. Ήταν η μοναδική φορά που ανέφερε την οικογένειά του. Δεν ξαναμιλήσαμε στη διαδρομή.
Φτάσαμε στο ρέμα, εκεί που ήταν θαμμένο το άγαλμα.
«Λοιπόν;», ρώτησα.
Δίχως να πει τίποτα, κάθισε κάτω κι άρχισε να σκάβει με αργές κινήσεις το χώμα. Αποκαλύφθηκε ξανά η μορφή μέσα στη γη. Πρόσεξα, πρώτη φορά, το προτεταμένο της χέρι, σπασμένο απ’ τον καρπό. Ανασηκώθηκε και με αργές κινήσεις έβγαλε τα ρούχα του μένοντας γυμνός. Το αρμονικό του σώμα θολό, μια σκιά μπροστά απ’ τις αντανακλάσεις των νερών. Ξάπλωσε μπρούμυτα πάνω απ’ το άγαλμα. Φίλησε απαλά τα μαρμάρινα χείλη. Μια έκφραση οδύνης πάνω στο όμορφο πρόσωπό του. Ξέσπασε σε λυγμούς. Αγκάλιαζε σφιχτά το άγαλμα και, κλαίγοντας σαν μωρό παιδί, παραμιλούσε. Πήγα και κάθισα δίπλα του. Του χάιδεψα τα μαλλιά. Απ’ τα λόγια του διέκρινα μόνο κάτι για «τιμωρία» και «λύτρωση». Η φωνή του έσβηνε. Έπεσε σε λήθαργο, γυμνός πάνω στο μισοθαμμένο μαρμάρινο σώμα. Πιο κάτω το ρέμα άστραφτε στον ήλιο. Κι εγώ στεκόμουν και κοιτούσα τα νερά, ανήμπορος να τον βοηθήσω.
Το βράδυ πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αμίλητοι κάτω απ’ το φεγγάρι. Εγώ μπροστά, εκείνος λίγο πιο πίσω. Άκουγα τα βήματά του πίσω μου, εξαντλημένα να μ’ ακολουθούν.

Λίγες μέρες αργότερα, γύρισα για δυο εβδομάδες στο σπίτι μου με άδεια, την τελευταία πριν το τέλος της θητείας μου. Μακριά απ’ το στρατόπεδο, όλα αυτά τα γεγονότα ξεθώριαζαν μες στο μυαλό μου. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να μάθω τι έκανε ο Χάρης εκείνες τις δυο εβδομάδες. Μια μέρα έλαβα μια καρτ ποστάλ. Στη μπροστινή όψη, ένα στιγμιότυπο από μια στρατιωτική παρέλαση. Πίσω έγραφε:

Συγχώρα με!
Στο μέλλον.

Επέστρεψα στο στρατόπεδο την προηγούμενη της απόλυσής μου. Μου είπαν για το Χάρη πως τις τελευταίες μέρες η κατάστασή του είχε χειροτερέψει. Τον είχαν κλεισμένο στο αναρρωτήριο μέχρι να αποφασίσουν τι να τον κάνουν. Πήγα να τον δω.
«Χαίρε, Νικόλαε!», είπε όταν με είδε. Φαινόταν εύθυμος, έφερνε λίγο στον παλιό του εαυτό.
«Πώς είσαι;», ρώτησα.
«Θεϊκά!». Μου ’πιασε το χέρι απ’ τον καρπό και μου ψιθύρισε στ’ αυτί: «Στις δύο τη νύχτα στο φράχτη, πίσω απ’ τον όρχο. Σε παρακαλώ!».
Ήμουν εκεί. Ετοιμαζόταν να πηδήξει έξω από μια τρύπα στο συρματόπλεγμα.
Είπα: «Ήρθα να σ’ αποχαιρετίσω. Υποσχέσου μου ότι θα ’ρθεις να με βρεις έξω απ’ αυτό το τρελοκομείο».
«Μην ανησυχείς! Δεν με ξεφορτώνεσαι έτσι εύκολα!», απάντησε χαμογελώντας.
Μου ζήτησε να τον ακολουθήσω. Αρνήθηκα. Με ρώτησε αν τον καταλαβαίνω. Του είπα, ψέματα, ναι. Τον είδα να χάνεται τρέχοντας μες στο σκοτάδι.
Το άλλο πρωί τα νέα έκαναν το γύρο του στρατοπέδου. Εγώ τα ’μαθα τυχαία στην τραπεζαρία κατά τη διάρκεια του πρωινού, λίγο προτού περάσω απ’ το Διοικητή για να πάρω το απολυτήριο. Στο τραπέζι που καθόμουν ένας στρατιώτης διηγιόταν τα συμβάντα στην παρέα του:
«Μου τα ’πε όλα ο Μιχαλόπουλος που ’ταν χτες στην εξωτερική περίπολο: Είχε βρει, λέει, ο φιλαράκος εντελώς τυχαία κάτι αρχαία μέσα στα χωράφια. Άκου τώρα να δεις! Ο πατέρας του κάνει ήδη φυλακή για αρχαιοκαπηλία! Τον έφερε, λοιπόν, σ’ επαφή με κάτι τύπους για να τ’ αγοράσουνε και να τα πουλήσουν στο εξωτερικό. Χθες βράδυ την κοπάνησε απ’ το στρατόπεδο για να πάει να τους συναντήσει εκεί που ήταν θαμμένα τα αρχαία. Κάπου δεν τα βρήκανε κι αρχίσαν τις φωνές. Πάνω στη φασαρία κατέφτασε και η περίπολος, κι επικράτησε πανικός. Πέσαν και πυροβολισμοί. Μες στον πανικό, μια ξώφαλτση σφαίρα τον βρήκε τον φιλαράκο στο κεφάλι και…. παρ’ τον κάτω! Τους υπόλοιπους τους συνέλαβαν κι έτσι τα ’μαθαν όλα. Δυο μήνες, λέει, το σχεδίαζε το κόλπο ο φιλαράκος!».

Η καναδέζα μας άφησε και τους τέσσερις στη στάση για την πόλη. Ήρθε το λεωφορείο, αλλά δεν ανέβηκα. «Προτιμώ να περπατήσω», είπα στον οδηγό.
Βγήκα απ’ το δρόμο διασχίζοντας τα χωράφια – εκτάσεις ατέλειωτες μέχρι το τέλος του ορίζοντα κι ανάμεσά τους συστάδες από λεύκες και πλατάνια. Το ποτάμι, πιο πέρα, κρυμμένο πίσω απ’ τα δέντρα. Σταμάτησα κάτω από μια λεύκα και ξάπλωσα στο χώμα. Από πάνω ο ουρανός εκτεινόταν απέραντος. Ένα σμήνος αγριοπούλια τον διέσχισε βιαστικά σ’ έναν εντυπωσιακό σχηματισμό.

Quando corpus morietur,
Fac, ut animae donetur
Paradisi gloria.
Amen.
 
Creative Commons License
Οι "ιστορίες της πόλης" διανέμονται ελεύθερα υπό τις εξής προϋποθέσεις:
Αναφορά προέλευσης (ιστορίες της πόλης: greganto.blogspot.com) - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα,
όπως αυτές περιγράφονται στην παρακάτω άδεια
Creative Commons Attribution-Noncommercial-No Derivative Works 3.0 Greece License.