ΓΡΑΜΜΕΣ

Έμεινα αποκομμένος εδώ.

Κάτω απ’ τον ουρανό.

Πάνω στις γραμμές.

(Σου λείπω; Δεν ξέρεις;)

Σε θυμάμαι μονάχα όταν κάθομαι στο παγκάκι μόνος.

Κοιτάζω ψηλά.

Ο χώρος αχανής. Κενός.

Ακολουθώ τις γραμμές.

(Σου λείπω;)

Είμαι αποκομμένος.

Περπατώ πάνω στις γραμμές.

Δεν συναντώ κανένα.

(Σου λείπω;)

Με χαράσσουν οι γραμμές καθώς με διαπερνούν.

Χωρίς πόνο. Ήσυχα.

Με μια τεράστια έκταση στη μνήμη:

Το στενάκι. Βρωμιά.

Βήματα κι ανάσες.

Το δωμάτιο.

Το χέρι σου.

Λίγο αίμα στον τοίχο

Το παγκάκι.

Λιποθυμία.

Ανάγκη.

Ανάγκη.

(Σου λείπω;)

Η σχέση μας με το σύμπαν παρουσιάζεται,

ώρες σαν κι αυτή,

ξεκάθαρη.

Δεν μας συνδέει τίποτα.

(Δεν ξέρεις…)

Έμεινα αποκομμένος εδώ.

Πάνω στις γραμμές.



ΜΙΡΑΝΤΑ ΛΑΝΙΕΡ

«Εναρκτήριο πλάνο: Η μεγάλη βεράντα του ξενοδοχείου. Η Μιράντα Λανιέρ ξαπλωμένη στον ήλιο. Νέα, γοητευτική, διάσημη. Κοσμοπολίτικος αέρας της δεκαετίας του 1930 με φόντο την θάλασσα. Τριγύρω κόσμος από την καλή κοινωνία, σερβιτόροι, αδιάκοπο πήγαινε-έλα, δίσκοι με ποτά…»

Έκλεισε το κασετοφωνάκι κι άναψε ένα τσιγάρο. Ο καπνός πήρε μια σχεδόν γαλάζια απόχρωση μες στο δωμάτιο. Το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό, με τις μπλε και μαύρες σκιές της νύχτας να διαχέονται μέσα απ’ τα μεγάλα παράθυρα. Τα φώτα απ’ τα γύρω κτίρια αιωρούνταν σαν αυτόνομες οντότητες που τον περικύκλωναν μέσα στο σκοτάδι.

Πήγε στο τηλέφωνο και πήρε τον αριθμό νευρικά. Αλλά με το πρώτο κιόλας χτύπημα κατέβασε απότομα το ακουστικό. Γύρισε στο γραφείο και κάθισε για λίγο εκεί, σκυφτός, με τους αγκώνες πάνω στις σκόρπιες σημειώσεις και το πρόσωπο βυθισμένο στις παλάμες.

«Πλάνο στο σταθμό: Περιμένει. Γύρω φασαρίες, φωνές, ατμοί. Πλήθος αποσκευών, άντρες και γυναίκες όλων των τάξεων, παιδάκια τρέχουν πέρα-δώθε. Φτάνει το τρένο. Κοιτάζει τους επιβάτες που κατεβαίνουν. Αυτός έρχεται από πίσω, της κλείνει τα μάτια. Γυρίζει, τον αγκαλιάζει...»

Έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι και το ήπιε ολόκληρο με μια γουλιά. Τελευταία, αντί να γράφει, ηχογραφούσε τα σενάριά του – τουλάχιστον τις πρώτες ιδέες. Έτσι κι αλλιώς είχε βαρεθεί τη δουλειά. Για να ξεφύγει, καμιά φορά ηχογραφούσε εντελώς σκόρπιες σκηνές χωρίς πλοκή. Αυτό τον ευχαριστούσε περισσότερο απ’ το να ολοκληρώνει ένα σενάριο.

Με όψη τρομαγμένη κάρφωσε το βλέμμα πάλι στο τηλέφωνο. Έκανε να σηκώσει το ακουστικό.

- Με θες τίποτα άλλο; Λέω να πηγαίνω εγώ τώρα.

Γύρισε ξαφνιασμένος. Νόμιζε ότι είχε ήδη φύγει κι ότι ήταν μόνος του στο διαμέρισμα.

- Όχι, πήγαινε, σ’ ευχαριστώ

Απάντησε άχρωμα και ξαναγύρισε στο γραφείο του. Εκείνη του έριξε ένα βλέμμα άγριο και περιφρονητικό καθώς διέσχισε το δωμάτιο. Εκείνος κοιτούσε ευθεία στην σβηστή τηλεόραση για να μην την βλέπει, τελευταία δεν μπορούσε ούτε καν να την αντικρίσει χωρίς να νιώσει έναν εκνευρισμό. Βρόντηξε την πόρτα πίσω της με θόρυβο.

«Επιτέλους έφυγε», σκέφτηκε.

Σαν να τον χτύπησε ένα ρεύμα αποφασιστικότητας, ξαναγύρισε στο τηλέφωνο και πήρε τον αριθμό γρήγορα. Χτύπησε λίγες φορές. Μια γυναικεία φωνή απάντησε:

–Παρακαλώ;

Άργησε μια στιγμή να απαντήσει

–Ναι, ποιος είναι;

–Ο Νίκος είναι εκεί;

-Ο Νίκος; Μια στιγμή...

Δεν ακουγόταν τίποτα στην άλλη άκρη της γραμμής. Μόνο στο βάθος ένας χαμηλός, συρτός θόρυβος. Του φάνηκε σαν κάποιος να μετακινούσε έπιπλα. Η γυναικεία φωνή επέστρεψε:

–Ο Νίκος έχει βγει, δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω πότε θα γυρίσει.

–Α, μάλιστα.

–Άκουσε λίγο... Μην τον ξαναπάρεις... Μην τον ξαναενοχλήσεις...

–Ό,τι θέλω θα κάνω!

–Είναι μεγάλο το θράσος σου! Έκανε η φωνή και έκλεισε.

«...Γυρίζει, τον αγκαλιάζει...»

Χαμήλωσε το ακουστικό και άρχισε να γελάει νευρικά και δυνατά, τόσο δυνατά που το γέλιο του ακουγόταν σαν κάτι το αλλόκοτο μες στην απόλυτη ησυχία του δωματίου. Έτσι γελώντας έσκυψε και ακούμπησε το κεφάλι πάνω στο γραφείο. Το γέλιο του διαλύθηκε, μεταμορφώθηκε σ’ ένα πνιγμένο κλάμα και έπειτα έσβησε.

Μετά από λίγα λεπτά σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να ψάχνει τις σημειώσεις του βιαστικά. Βρίσκει ένα μικρό χαρτάκι και παίρνει το νούμερο που είναι γραμμένο πάνω του. Μια αντρική φωνή ακούγεται με πολλή φασαρία από πίσω:

–Παρακαλώ; Ναι;

Σιωπή.

–Δεν ακούω, πιο δυνατά!

–Ναι μ’ ακούς; Εγώ είμαι. Με θυμάσαι από το προηγούμενο Σάββατο;

Στο βάθος ακούγεται ηλεκτρονική χορευτική μουσική.

–Α, ναι, βέβαια! Τι κάνεις; Κάτσε να βγω έξω. Έχει πολλή φασαρία εδώ.

Η μουσική ακουγόταν έντονη και παραμορφωμένη στο ακουστικό και ξαφνικά χαμήλωσε απότομα.

–Έλα, τώρα είναι καλύτερα. Τι κάνεις;

–Καλά. Θέλεις να βρεθούμε απόψε;

–Εε... Ναι, αμέ! Θες να ’ρθεις από εδώ;

–Εντάξει. Είσαι στο Marshal’s;

–Ναι, ναι. Άντε, σε περιμένω.

Πήγε στο μπάνιο, έκανε ένα γρήγορο ντους, ντύθηκε κι έφυγε. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές. Με το που βγήκε στο δρόμο ένιωσε την νυχτερινή ψύχρα να τον τυλίγει. Είχε πιο κρύο απ’ ό,τι νόμιζε. Του φάνηκε ότι ήταν μια ιδιαίτερα σκοτεινή νύχτα. Είχε βρέξει. Τα φώτα της πόλης, ακόμα τριγύρω του, έριχναν μικρές, παραμορφωμένες αντανακλάσεις πάνω στα υγρό πεζοδρόμιο. Περπατούσε πολύ γρήγορα με τα μάτια στο έδαφος σαν να μην σκέφτεται ακριβώς τι κάνει. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και σε μια απ’ αυτές έπιασε το κασετοτοφωνάκι. Πώς βρέθηκε εδώ αυτό;

«Σκηνή του χορού: Αίθουσα τεράστια με μπαρόκ τοιχογραφίες. Θαμπός φωτισμός — μπρούτζινο χρώμα. Μια ορχήστρα παίζει χορευτική τζαζ. Πλήθος κόσμου παντού, άλλοι καθισμένοι στα τραπέζια, άλλοι χορεύουν. Η κάμερα τους ακολουθεί. Μπαίνουν στην αίθουσα με τη συνοδεία ενός σερβιτόρου — περπατάνε σαν σε χορογραφία. Τα βλέμματα πάνω τους. Ο κόσμος σχολιάζει κρυφά και πικρόχολα...»

Έφτασε. Ήταν αρκετοί άνθρωποι στα γύρω πεζοδρόμια έξω απ’ το κλαμπ. Μπήκε μέσα. Είχε πολλή φασαρία, ο κόσμος ήταν ανυπόφορα στριμωγμένος ενώ ο χώρος μύριζε κάπνα μαζί με μια απροσδιόριστη μυρωδιά τουαλέτας. Ο φωτισμός έκανε τα πάντα ασπρόμαυρα, δύσκολα διέκρινε πρόσωπα. Ένα χέρι του ’πιασε τον ώμο από πίσω.

–Καλώς τον! Γρήγορα ήρθες.

–Μένω εδώ κοντά.

–Θες να μείνουμε;

–Ναι, θα πάρω ένα ποτό πρώτα.

Χρειαζόταν ένα ποτό. Πήγε στο μπαρ και παρήγγειλε ουίσκι. Το κατέβασε μονομιάς. Πήρε ακόμα ένα και κοίταξε τριγύρω του. Η ματιά του έπεσε στο βλέμμα του. Το ήξερε καλά αυτό το βλέμμα. Όλοι μοιάζανε τόσο πολύ όταν κοιτούσαν έτσι. Έριξε μια ακόμα ματιά τριγύρω στο πλήθος.

«Τα βλέμματα πάνω τους... κρυφά και πικρόχολα...»

Ήπιε κι αυτό το ποτήρι, πήγε προς το μέρος του και του είπε:

–Πάμε!

–Πάμε σπίτι μου, έχω έρθει με τ’ αμάξι.

–Εντάξει. Πάμε!

Βγήκαν μαζί και προχώρησαν προς το αυτοκίνητο χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Δεν είπε τίποτα σε όλη τη διαδρομή. Το πρόσωπό του είχε χλωμιάσει. Κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο την άδεια νύχτα να τρέχει στο πλάι του.

«Νυχτερινό πλάνο: Στη βεράντα μετά τον χορό. Ένα λευκό φως. Η μουσική από κάπου μακριά. Φιλιούνται... Το λευκό προφίλ τους πάνω στον σκοτεινό ουρανό. Την αγκαλιάζει τρυφερά, με αγάπη...»

«Εδώ είμαστε, φτάσαμε! Δεν είσαι και πολύ ομιλητικός, ε;». Δεν απάντησε, μόνο χαμογέλασε αμήχανα. Μπήκαν στην πολυκατοικία και μέσα στο ασανσέρ, μέχρι να ανεβούνε πάνω, ο άλλος τον κοιτούσε με ένα χαμόγελο πονηρό. «Είσαι πολύ ωραίος» του κάνει. «Κι εσύ μ’ αρέσεις» απάντησε. Γύρισε και κοίταξε κλεφτά το είδωλό του στον καθρέφτη. Δεν αναγνώρισε τον εαυτό του, του φάνηκε ότι ήταν κάποιος άλλος.

Μπήκαν στο διαμέρισμα και κάθισαν στον καναπέ του σαλονιού. Ο άλλος έφερε ποτά. Ήπιε το ποτό του με δυο γουλιές και ρώτησε πού είναι το μπάνιο. Πήγε κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Κοίταξε πάλι τον εαυτό του στον καθρέφτη. Φαινόταν κουρασμένος. Κοιτούσε τον εαυτό του έντονα, επίμονα, λες και περίμενε μια απάντηση.

«Ένα λευκό, νυχτερινό φως.»

Γύρισε απ’ το μπάνιο και πήγαν στην κρεβατοκάμαρα. Άρχισαν να φιλιούνται. Έβγαλαν τα ρούχα τους και πέσανε στο κρεβάτι. Ήταν και οι δυο ερεθισμένοι. Ο άλλος άρχισε να του κάνει στοματικό σεξ. Έπεσε πίσω στο μαξιλάρι κι έκλεισε τα μάτια.

–Θες να δοκιμάσεις κάτι σαν την προηγούμενη φορά; Ακόμα πιο άγριο; είπε ο άλλος μ’ ένα πονηρό γελάκι.

–Ναι.

–Ωραία˙ γέλασε. Πήγε ως στην ντουλάπα και πήρε μια πλαστική σακούλα. Μέσα από κει έβγαλε μια μαύρη, δερμάτινη μάσκα, την οποία φόρεσε, κι ένα χοντρό, ξύλινο ρόπαλο με αιχμηρά καρφιά στην περίμετρο του.

- Θα σ’ αρέσει αυτό.

«Η μουσική από κάπου μακριά. Την αγκαλιάζει τρυφερά...»

Έκλεισε τα μάτια. Αισθάνθηκε το κρύο ξύλο να τον αγγίζει και σιγά-σιγά να εισχωρεί μέσα του. Ένιωσε ένα ξαφνικό σύγκρυο και άρχισε να τρέμει σιγανά.

- Ναι!, ούρλιαξε. Ναι!

«Την αγκαλιάζει τρυφερά...»

Με μια απότομη κίνηση του ρόπαλου, τον τύλιξε ένα κάψιμο κι ένας σπασμός τον διαπέρασε. «Γαμώτο! Πώς μάτωσες έτσι!» φώναξε ο άλλος. Άρχισε να τρέμει με σπασμούς. Το αίμα του έτρεχε ασταμάτητα.

«...τρυφερά. Με αγάπη»


 
Creative Commons License
Οι "ιστορίες της πόλης" διανέμονται ελεύθερα υπό τις εξής προϋποθέσεις:
Αναφορά προέλευσης (ιστορίες της πόλης: greganto.blogspot.com) - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα,
όπως αυτές περιγράφονται στην παρακάτω άδεια
Creative Commons Attribution-Noncommercial-No Derivative Works 3.0 Greece License.