ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
ΓΡΑΜΜΕΣ
Έμεινα αποκομμένος εδώ.
Κάτω απ’ τον ουρανό.
Πάνω στις γραμμές.
(Σου λείπω; Δεν ξέρεις;)
Σε θυμάμαι μονάχα όταν κάθομαι στο παγκάκι μόνος.
Κοιτάζω ψηλά.
Ο χώρος αχανής. Κενός.
Ακολουθώ τις γραμμές.
(Σου λείπω;)
Είμαι αποκομμένος.
Περπατώ πάνω στις γραμμές.
Δεν συναντώ κανένα.
(Σου λείπω;)
Με χαράσσουν οι γραμμές καθώς με διαπερνούν.
Χωρίς πόνο. Ήσυχα.
Με μια τεράστια έκταση στη μνήμη:
Το στενάκι. Βρωμιά.
Βήματα κι ανάσες.
Το δωμάτιο.
Το χέρι σου.
Λίγο αίμα στον τοίχο
Το παγκάκι.
Λιποθυμία.
Ανάγκη.
Ανάγκη.
(Σου λείπω;)
Η σχέση μας με το σύμπαν παρουσιάζεται,
ώρες σαν κι αυτή,
ξεκάθαρη.
Δεν μας συνδέει τίποτα.
(Δεν ξέρεις…)
Έμεινα αποκομμένος εδώ.
Πάνω στις γραμμές.
ΜΙΡΑΝΤΑ ΛΑΝΙΕΡ
«Εναρκτήριο πλάνο: Η μεγάλη βεράντα του ξενοδοχείου. Η Μιράντα Λανιέρ ξαπλωμένη στον ήλιο. Νέα, γοητευτική, διάσημη. Κοσμοπολίτικος αέρας της δεκαετίας του 1930 με φόντο την θάλασσα. Τριγύρω κόσμος από την καλή κοινωνία, σερβιτόροι, αδιάκοπο πήγαινε-έλα, δίσκοι με ποτά…»
Έκλεισε το κασετοφωνάκι κι άναψε ένα τσιγάρο. Ο καπνός πήρε μια σχεδόν γαλάζια απόχρωση μες στο δωμάτιο. Το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό, με τις μπλε και μαύρες σκιές της νύχτας να διαχέονται μέσα απ’ τα μεγάλα παράθυρα. Τα φώτα απ’ τα γύρω κτίρια αιωρούνταν σαν αυτόνομες οντότητες που τον περικύκλωναν μέσα στο σκοτάδι.
Πήγε στο τηλέφωνο και πήρε τον αριθμό νευρικά. Αλλά με το πρώτο κιόλας χτύπημα κατέβασε απότομα το ακουστικό. Γύρισε στο γραφείο και κάθισε για λίγο εκεί, σκυφτός, με τους αγκώνες πάνω στις σκόρπιες σημειώσεις και το πρόσωπο βυθισμένο στις παλάμες.
«Πλάνο στο σταθμό: Περιμένει. Γύρω φασαρίες, φωνές, ατμοί. Πλήθος αποσκευών, άντρες και γυναίκες όλων των τάξεων, παιδάκια τρέχουν πέρα-δώθε. Φτάνει το τρένο. Κοιτάζει τους επιβάτες που κατεβαίνουν. Αυτός έρχεται από πίσω, της κλείνει τα μάτια. Γυρίζει, τον αγκαλιάζει...»
Έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι και το ήπιε ολόκληρο με μια γουλιά. Τελευταία, αντί να γράφει, ηχογραφούσε τα σενάριά του – τουλάχιστον τις πρώτες ιδέες. Έτσι κι αλλιώς είχε βαρεθεί τη δουλειά. Για να ξεφύγει, καμιά φορά ηχογραφούσε εντελώς σκόρπιες σκηνές χωρίς πλοκή. Αυτό τον ευχαριστούσε περισσότερο απ’ το να ολοκληρώνει ένα σενάριο.
Με όψη τρομαγμένη κάρφωσε το βλέμμα πάλι στο τηλέφωνο. Έκανε να σηκώσει το ακουστικό.
- Με θες τίποτα άλλο; Λέω να πηγαίνω εγώ τώρα.
Γύρισε ξαφνιασμένος. Νόμιζε ότι είχε ήδη φύγει κι ότι ήταν μόνος του στο διαμέρισμα.
- Όχι, πήγαινε, σ’ ευχαριστώ
Απάντησε άχρωμα και ξαναγύρισε στο γραφείο του. Εκείνη του έριξε ένα βλέμμα άγριο και περιφρονητικό καθώς διέσχισε το δωμάτιο. Εκείνος κοιτούσε ευθεία στην σβηστή τηλεόραση για να μην την βλέπει, τελευταία δεν μπορούσε ούτε καν να την αντικρίσει χωρίς να νιώσει έναν εκνευρισμό. Βρόντηξε την πόρτα πίσω της με θόρυβο.
«Επιτέλους έφυγε», σκέφτηκε.
Σαν να τον χτύπησε ένα ρεύμα αποφασιστικότητας, ξαναγύρισε στο τηλέφωνο και πήρε τον αριθμό γρήγορα. Χτύπησε λίγες φορές. Μια γυναικεία φωνή απάντησε:
–Παρακαλώ;
Άργησε μια στιγμή να απαντήσει
–Ναι, ποιος είναι;
–Ο Νίκος είναι εκεί;
-Ο Νίκος; Μια στιγμή...
Δεν ακουγόταν τίποτα στην άλλη άκρη της γραμμής. Μόνο στο βάθος ένας χαμηλός, συρτός θόρυβος. Του φάνηκε σαν κάποιος να μετακινούσε έπιπλα. Η γυναικεία φωνή επέστρεψε:
–Ο Νίκος έχει βγει, δεν είναι εδώ. Δεν ξέρω πότε θα γυρίσει.
–Α, μάλιστα.
–Άκουσε λίγο... Μην τον ξαναπάρεις... Μην τον ξαναενοχλήσεις...
–Ό,τι θέλω θα κάνω!
–Είναι μεγάλο το θράσος σου! Έκανε η φωνή και έκλεισε.
«...Γυρίζει, τον αγκαλιάζει...»
Χαμήλωσε το ακουστικό και άρχισε να γελάει νευρικά και δυνατά, τόσο δυνατά που το γέλιο του ακουγόταν σαν κάτι το αλλόκοτο μες στην απόλυτη ησυχία του δωματίου. Έτσι γελώντας έσκυψε και ακούμπησε το κεφάλι πάνω στο γραφείο. Το γέλιο του διαλύθηκε, μεταμορφώθηκε σ’ ένα πνιγμένο κλάμα και έπειτα έσβησε.
Μετά από λίγα λεπτά σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να ψάχνει τις σημειώσεις του βιαστικά. Βρίσκει ένα μικρό χαρτάκι και παίρνει το νούμερο που είναι γραμμένο πάνω του. Μια αντρική φωνή ακούγεται με πολλή φασαρία από πίσω:
–Παρακαλώ; Ναι;
Σιωπή.
–Δεν ακούω, πιο δυνατά!
–Ναι μ’ ακούς; Εγώ είμαι. Με θυμάσαι από το προηγούμενο Σάββατο;
Στο βάθος ακούγεται ηλεκτρονική χορευτική μουσική.
–Α, ναι, βέβαια! Τι κάνεις; Κάτσε να βγω έξω. Έχει πολλή φασαρία εδώ.
Η μουσική ακουγόταν έντονη και παραμορφωμένη στο ακουστικό και ξαφνικά χαμήλωσε απότομα.
–Έλα, τώρα είναι καλύτερα. Τι κάνεις;
–Καλά. Θέλεις να βρεθούμε απόψε;
–Εε... Ναι, αμέ! Θες να ’ρθεις από εδώ;
–Εντάξει. Είσαι στο Marshal’s;
–Ναι, ναι. Άντε, σε περιμένω.
Πήγε στο μπάνιο, έκανε ένα γρήγορο ντους, ντύθηκε κι έφυγε. Οι κινήσεις του ήταν μηχανικές. Με το που βγήκε στο δρόμο ένιωσε την νυχτερινή ψύχρα να τον τυλίγει. Είχε πιο κρύο απ’ ό,τι νόμιζε. Του φάνηκε ότι ήταν μια ιδιαίτερα σκοτεινή νύχτα. Είχε βρέξει. Τα φώτα της πόλης, ακόμα τριγύρω του, έριχναν μικρές, παραμορφωμένες αντανακλάσεις πάνω στα υγρό πεζοδρόμιο. Περπατούσε πολύ γρήγορα με τα μάτια στο έδαφος σαν να μην σκέφτεται ακριβώς τι κάνει. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και σε μια απ’ αυτές έπιασε το κασετοτοφωνάκι. Πώς βρέθηκε εδώ αυτό;
«Σκηνή του χορού: Αίθουσα τεράστια με μπαρόκ τοιχογραφίες. Θαμπός φωτισμός — μπρούτζινο χρώμα. Μια ορχήστρα παίζει χορευτική τζαζ. Πλήθος κόσμου παντού, άλλοι καθισμένοι στα τραπέζια, άλλοι χορεύουν. Η κάμερα τους ακολουθεί. Μπαίνουν στην αίθουσα με τη συνοδεία ενός σερβιτόρου — περπατάνε σαν σε χορογραφία. Τα βλέμματα πάνω τους. Ο κόσμος σχολιάζει κρυφά και πικρόχολα...»
Έφτασε. Ήταν αρκετοί άνθρωποι στα γύρω πεζοδρόμια έξω απ’ το κλαμπ. Μπήκε μέσα. Είχε πολλή φασαρία, ο κόσμος ήταν ανυπόφορα στριμωγμένος ενώ ο χώρος μύριζε κάπνα μαζί με μια απροσδιόριστη μυρωδιά τουαλέτας. Ο φωτισμός έκανε τα πάντα ασπρόμαυρα, δύσκολα διέκρινε πρόσωπα. Ένα χέρι του ’πιασε τον ώμο από πίσω.
–Καλώς τον! Γρήγορα ήρθες.
–Μένω εδώ κοντά.
–Θες να μείνουμε;
–Ναι, θα πάρω ένα ποτό πρώτα.
Χρειαζόταν ένα ποτό. Πήγε στο μπαρ και παρήγγειλε ουίσκι. Το κατέβασε μονομιάς. Πήρε ακόμα ένα και κοίταξε τριγύρω του. Η ματιά του έπεσε στο βλέμμα του. Το ήξερε καλά αυτό το βλέμμα. Όλοι μοιάζανε τόσο πολύ όταν κοιτούσαν έτσι. Έριξε μια ακόμα ματιά τριγύρω στο πλήθος.
«Τα βλέμματα πάνω τους... κρυφά και πικρόχολα...»
Ήπιε κι αυτό το ποτήρι, πήγε προς το μέρος του και του είπε:
–Πάμε!
–Πάμε σπίτι μου, έχω έρθει με τ’ αμάξι.
–Εντάξει. Πάμε!
Βγήκαν μαζί και προχώρησαν προς το αυτοκίνητο χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Δεν είπε τίποτα σε όλη τη διαδρομή. Το πρόσωπό του είχε χλωμιάσει. Κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο την άδεια νύχτα να τρέχει στο πλάι του.
«Νυχτερινό πλάνο: Στη βεράντα μετά τον χορό. Ένα λευκό φως. Η μουσική από κάπου μακριά. Φιλιούνται... Το λευκό προφίλ τους πάνω στον σκοτεινό ουρανό. Την αγκαλιάζει τρυφερά, με αγάπη...»
«Εδώ είμαστε, φτάσαμε! Δεν είσαι και πολύ ομιλητικός, ε;». Δεν απάντησε, μόνο χαμογέλασε αμήχανα. Μπήκαν στην πολυκατοικία και μέσα στο ασανσέρ, μέχρι να ανεβούνε πάνω, ο άλλος τον κοιτούσε με ένα χαμόγελο πονηρό. «Είσαι πολύ ωραίος» του κάνει. «Κι εσύ μ’ αρέσεις» απάντησε. Γύρισε και κοίταξε κλεφτά το είδωλό του στον καθρέφτη. Δεν αναγνώρισε τον εαυτό του, του φάνηκε ότι ήταν κάποιος άλλος.
Μπήκαν στο διαμέρισμα και κάθισαν στον καναπέ του σαλονιού. Ο άλλος έφερε ποτά. Ήπιε το ποτό του με δυο γουλιές και ρώτησε πού είναι το μπάνιο. Πήγε κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Κοίταξε πάλι τον εαυτό του στον καθρέφτη. Φαινόταν κουρασμένος. Κοιτούσε τον εαυτό του έντονα, επίμονα, λες και περίμενε μια απάντηση.
«Ένα λευκό, νυχτερινό φως.»
Γύρισε απ’ το μπάνιο και πήγαν στην κρεβατοκάμαρα. Άρχισαν να φιλιούνται. Έβγαλαν τα ρούχα τους και πέσανε στο κρεβάτι. Ήταν και οι δυο ερεθισμένοι. Ο άλλος άρχισε να του κάνει στοματικό σεξ. Έπεσε πίσω στο μαξιλάρι κι έκλεισε τα μάτια.
–Θες να δοκιμάσεις κάτι σαν την προηγούμενη φορά; Ακόμα πιο άγριο; είπε ο άλλος μ’ ένα πονηρό γελάκι.
–Ναι.
–Ωραία˙ γέλασε. Πήγε ως στην ντουλάπα και πήρε μια πλαστική σακούλα. Μέσα από κει έβγαλε μια μαύρη, δερμάτινη μάσκα, την οποία φόρεσε, κι ένα χοντρό, ξύλινο ρόπαλο με αιχμηρά καρφιά στην περίμετρο του.
- Θα σ’ αρέσει αυτό.
«Η μουσική από κάπου μακριά. Την αγκαλιάζει τρυφερά...»
Έκλεισε τα μάτια. Αισθάνθηκε το κρύο ξύλο να τον αγγίζει και σιγά-σιγά να εισχωρεί μέσα του. Ένιωσε ένα ξαφνικό σύγκρυο και άρχισε να τρέμει σιγανά.
- Ναι!, ούρλιαξε. Ναι!
«Την αγκαλιάζει τρυφερά...»
Με μια απότομη κίνηση του ρόπαλου, τον τύλιξε ένα κάψιμο κι ένας σπασμός τον διαπέρασε. «Γαμώτο! Πώς μάτωσες έτσι!» φώναξε ο άλλος. Άρχισε να τρέμει με σπασμούς. Το αίμα του έτρεχε ασταμάτητα.
«...τρυφερά. Με αγάπη»
STABAT MATER
«Δεν γίνεται», απάντησα.
«Με καταλαβαίνεις. Έτσι δεν είναι;», ρώτησε διστακτικά.
«Ναι. Πήγαινε τώρα! Και πρόσεχε….».
Αν ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα, θα είχα κάνει ό,τι μπορούσα για να τον εμποδίσω.
«Ιωαννίδη, δεν πιστεύω να ’χες καμιά ανάμειξη στα χθεσινά; Έχεις κάτι να μου πεις; Μήπως σου είπε τίποτα ο φίλος σου που θα ’πρεπε να ξέρω;».
Με κοιτούσε με βλέμμα κουτοπόνηρα καχύποπτο.
«Όχι, κύριε Διοικητά! Δεν γνωρίζω τίποτα». Συνέχισε να με κοιτάζει καχύποπτα. Έπειτα υπέγραψε το απολυτήριο.
«Καλώς, μπορείς να φύγεις. Άντε, και καλός πολίτης!».
Ήμασταν τέσσερις που απολυθήκαμε μαζί εκείνο το πρωί. Η καναδέζα (το στρατιωτικό τζιπ) μας κατέβασε ως τη στάση του λεωφορείου για την πόλη. Στο πίσω μέρος, καθόμασταν δυο-δυο αντικριστά με τα απολυτήρια στα χέρια, αμίλητοι. Κάποια χαμόγελα, αδιόρατα σχεδόν. Διασχίσαμε τα χωράφια που χωρίζονταν με σειρές από λεύκες. Μέσα απ’ τα κλαδιά των δέντρων το φως περνούσε κι έσβηνε γρήγορα, ρυθμικά. Ήρθε στο νου μου μια παρόμοια εικόνα, μια εικόνα από εκείνη τη μέρα που άρχισαν όλα – λίγη ώρα πριν αρχίσουν όλα – καθώς πηγαίναμε για να ελέγξουμε τις τηλεφωνικές γραμμές. Οι δυο μας πίσω στην καναδέζα. Το φως του ήλιου τρεμόπαιζε στο πρόσωπό του. Τριγύρω μας οι λεύκες, πελώριες. Και πιο πέρα τα ατέλειωτα χωράφια.
Παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο αρχές Μαΐου. Μ’ έστειλαν μαζί μ’ ένα δεκανέα να τον παραλάβω απ’ τη στάση του λεωφορείου. Τον βοήθησα να φορτώσει τις αποσκευές του στην καναδέζα. Ήταν τρία-τέσσερα χρόνια μικρότερός μου, γεροδεμένος με μαύρα μαλλιά και γαλανά μάτια.
«Έχεις βλέμμα στοχαστικό», μου είπε καθώς πήδηξε στο πίσω μέρος της καναδέζας. «Πώς σε λένε;», με ρώτησε.
«Νίκο».
«Εμένα Χάρη».
Από τότε γίναμε φίλοι. Περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί, μέσα κι έξω απ’ το στρατόπεδο. Ήταν ταυτόχρονα εύθυμος και αινιγματικός. Δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του ή για την οικογένειά του. Κι εγώ διακριτικά απέφευγα να τον ρωτήσω. Αυτό που μας έφερνε κοντά ήταν οι κοινές μας ανησυχίες γύρω από διάφορα θέματα: Φιλοσοφία, θρησκεία, τέχνη. Μακριά απ’ τους άλλους στρατιώτες, συνηθίζαμε στις εξόδους μας να πηγαίνουμε σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο: Πλάι στο ρέμα, μέσα σ’ ένα δασάκι με καστανιές, πέρα απ’ τα χωράφια. Αποφεύγαμε την πόλη, άλλωστε τα οικονομικά του Χάρη ήταν περιορισμένα. Ξαπλώναμε εκεί στο χώμα, κάτω απ’ τα δέντρα, με κρασιά και τσιγάρα και μιλούσαμε με τις ώρες. Μου είπε πως σπούδαζε φιλόλογος, αλλά παράτησε τη σχολή στο τελευταίο έτος για να καταταχτεί. Είχε ένα μεγάλο πάθος για τη μουσική. Έπαιζε πιάνο, αν και δεν τον άκουσα ποτέ, και λάτρευε τον Βιβάλντι, τον Σούμπερτ και τον Μάλερ. Κι εγώ, μετά τόσους μήνες μες στο στρατό, ένιωσα να συνδέομαι με κάποιον πραγματικά. Πριν τον γνωρίσω, η λίγο-πολύ έμφυτη μοναξιά μου μ’ είχε απομονώσει στον εαυτό μου. Το περιβάλλον του στρατού το ’βρισκα ξένο κι εχθρικό. Όμως για τον Χάρη ένιωσα, απ’ την πρώτη κιόλας μέρα που τον γνώρισα, μια κατανόηση εσωτερική – πέρα από στερεότυπα – η οποία μ’ έβγαζε απ’ την απομόνωση και μου ’δινε κουράγιο.
Μιλούσαμε συχνά για θέματα φιλοσοφικά. Ο Χάρης είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την Ηθική. Απέναντι στη δική μου δυσπιστία και τον αγνωστικισμό, ο Χάρης αντιπαρέθετε απόψεις στέρεες, τις οποίες υποστήριζε με πάθος που, καμιά φορά, έφτανε στα όρια της εμμονής. Θεωρούσε ότι πίσω απ’ τα ηθικά κίνητρα των επιλογών μας κρύβεται το νόημα της ύπαρξης. Ότι η Ηθική και η Αισθητική (το «Θείο και η Τέχνη», καθώς έλεγε) είναι αλληλένδετες εκφάνσεις ενός κυκλικού νόμου που διέπει το σύμπαν.
«Η ομορφιά αποτελεί ηθική αξία. Την υπέρτατη, ίσως, αξία», τον θυμάμαι να λέει μια φορά, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στο χώμα παίζοντας μ’ ένα φυλλαράκι στα δάχτυλά του.
(Τι μέρα κι εκείνη! Λίγες ώρες πριν, ενώ τρέχαμε να ξεφύγουμε από κάτι τσοπανόσκυλα που μας κυνηγούσαν στα χωράφια, πέσαμε κι οι δυο με τα μούτρα μέσα σ’ ένα βάλτο. Γίναμε χάλια, λάσπες απ’ την κορφή ως τα νύχια.
«Ακολούθα με!», είπε και μ’ οδήγησε πιο πέρα, έξω από ένα αγροτόσπιτο.
«Είναι κανείς εδώ;». Καμιά απάντηση.
«Έλα!», μου κάνει και μπήκαμε μέσα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. «Λοιπόν, ψάξε βρες τίποτα να φάμε και να πιούμε κι εγώ θα μας φέρω καθαρά ρούχα». Καταλήξαμε μ’ ένα καλάθι φρούτα και τρεις μπουκάλες κρασί, να φοράμε μια ετερόκλητη συλλογή ρούχων, μισά παιδικά, μισά γυναικεία, ξαπλωμένοι κάτω από ένα δέντρο – τα δικά μας ρούχα να στεγνώνουν πάνω στα κλαδιά – και να συζητάμε για Ηθική).
«Η αθωότητα αποτελεί την υπέρτατη ομορφιά. Η φύση είναι αθώα, δηλαδή όμορφη. Αυτό επιδιώκει ο άνθρωπος με την τέχνη! Πραγματική τέχνη είναι εκείνη που μπορεί να μας επαναφέρει στην ηθική αρμονία – ή τουλάχιστον να μας την υπενθυμίσει».
«Μιλάς για την αθωότητα. Και η αμαρτία;», τον ρώτησα.
«Η αμαρτία... υπάρχει, ναι. Είναι, ουσιαστικά, η ασχήμια, η βιαιοπραγία πάνω στην ομορφιά της φύσης, η ασέλγεια πάνω στην αρμονία του σύμπαντος. Η φύση, να το ξέρεις, τιμωρεί αυστηρά την ύβρη αυτή».
Ήταν, άραγε, η φύση που τιμώρησε το δολοφόνο της Τζάκι; Την είχε βαφτίσει έτσι ο Χάρης γιατί ήταν, όπως έλεγε, «όλο στυλ και φινέτσα, ίδια η κυρία Ωνάση». Ήταν ένα ασπρόμαυρο γατάκι λίγων μόλις μηνών. Ο Χάρης την είχε πάρει υπό την προστασία του. Την τάιζε κάθε μέρα ξεκλέβοντας λίγο γάλα απ’ το πρωινό, λίγο απ’ το φαγητό του. Καμιά φορά την έπαιρνε μαζί του στη σκοπιά ή την έκρυβε μες στο κρεβάτι του και κοιμόντουσαν αγκαλιά. Ένα απόγευμα, θυμάμαι, την είχε φέρει μαζί του στο δάσος. Την κράτησε ψηλά στον αέρα και μου είπε:
«Ο άνθρωπος ζηλεύει τα ζώα γιατί μετέχουν της ευτυχίας, την οποία ο ίδιος ονειρεύεται, μάταια, να κατακτήσει».
Μια μέρα, ένας στρατιώτης, έτσι για πλάκα, έπιασε την Τζάκι και την πέταξε μες στο προαύλιο της αποθήκης οπλισμού πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα. Ήταν φύλακες εκεί δυο σκυλιά. Δυο πλάσματα εξαθλιωμένα, πεινασμένα και άγρια, παρουσίαζαν μια εικόνα εγκατάλειψης και βάναυσης κακομεταχείρισης. «Νομίζω ότι δεν έχω δει ποτέ κάτι πιο θλιβερό απ’ αυτό», έλεγε πολλές φορές ο Χάρης όταν περνούσε από μπροστά τους. Έκαναν την Τζάκι κομμάτια. Ο στρατιώτης πήρε ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτήν και το ’κρυψε κάτω απ’ την κουβέρτα του Χάρη που έλειπε εκείνη την ώρα στη σκοπιά. Όταν επέστρεψε την βρήκε εκεί, μια μικρή μάζα από κρέας και κόκαλα. Την μάζεψε προσεκτικά σε μια σακούλα, άνοιξε με την ξιφολόγχη του ένα λάκκο κάτω απ’ τη μουριά που φύτρωνε στο πίσω μέρος του λόχου και την έθαψε εκεί. Την επόμενη μέρα, ο στρατιώτης εκείνος ήταν σε έξοδο στην πόλη. Δεν επέστρεψε ποτέ. Μάθαμε πως ξυλοκοπήθηκε άγρια από μεθυσμένους αγνώστους, οι οποίοι τον παράτησαν σ’ ένα χαντάκι, παράλυτο απ’ τη μέση και κάτω.
Είχαν περάσει ήδη δυο μήνες απ’ τη μέρα που πρωτοσυνάντησα τον Χάρη, όταν μας έστειλε ο Διοικητής, συνοδεία ενός λοχία, να ελέγξουμε μια βλάβη στις τηλεφωνικές γραμμές. Μες στο δασάκι, κοντά στο σημείο όπου συχνάζαμε και φιλοσοφούσαμε με τον Χάρη, ήταν ένας από τους κατανεμητές του στρατιωτικού τηλεφωνικού δικτύου. «Να προσέχετε! Καμιά φορά φωλιάζουν φίδια εκεί μέσα. Τις προάλλες μια οχιά δάγκωσε ένα δεκανέα». Ίσως γι’ αυτό κι ο λοχίας που μας πήγε ως εκεί δεν βγήκε καν απ’ την καναδέζα.
«Πηγαίντε σεις και ρίξτε μια ματιά, εγώ πετάγομαι στο χωριό που έχω μια δουλίτσα. Σε μια-δυο ώρες θα ’μαι πίσω».
Απομείναμε οι δυο μας. Ανοίξαμε την καμπίνα του κατανεμητή διστακτικά περιμένοντας κάτι να πεταχτεί πάνω μας. Τίποτα, μέσα μόνο καλώδια, ξερόχορτα κι αράχνες. Ένα καλώδιο είχε φύγει απ’ τη θέση του – αυτό ήταν όλο κι όλο. Το φτιάξαμε, κλείσαμε την καμπίνα και παραμείναμε αμίλητοι να κοιτάμε προς τη μεριά του δρόμου. Πιο δίπλα το ρέμα. Ήταν ήσυχα, γαλήνια.
«Δεν είναι συγκινητική; Η ομορφιά;», είπε τελικά. Χαμογελούσε. Το πρόσωπό του έλαμπε.
«Έλα, πάμε!», είπε.
Προχώρησε προς το ρέμα και ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο. Τον ακολούθησα και κάθισα δίπλα του. Νύσταζα τόσο πολύ. Έπεσα ανάσκελα πάνω στο χώμα. Μόνο το νερό ακουγόταν δίπλα μας. Το φως μέσα απ’ τα κλαριά. Έσβηνε σε ροζ κηλίδες μες στα βλέφαρά μου καθώς βυθιζόμουν στον ύπνο.
Δεν είμαι σίγουρος πόση ώρα κοιμόμουν όταν με ξύπνησαν οι φωνές του:
«Ξύπνα! Γρήγορα! Τρέξε να δεις!».
Ανασηκώθηκα και τον είδα αρκετά μέτρα πιο πέρα, πεσμένο στα τέσσερα, να σκάβει με τα χέρια του το χώμα. Πήγα προς το μέρος του.
«Κοίτα!»
Ήταν ένα πρόσωπο. Πέτρινο. Ένα άγαλμα. Μια γυναικεία μορφή που μας κοιτούσε με μισό χαμόγελο, τα μαλλιά της σγουρά πιασμένα πίσω απ’ τα αυτιά.
«Είναι τόσο όμορφη!», είπε.
«Απίστευτο», ψέλλισα.
«Δεν είναι απίστευτο!», φώναξε. «Είναι υπέροχο! Είναι αυτό που έπρεπε να συμβεί! Καταλαβαίνεις;».
Δεν καταλάβαινα, είχα σαστίσει. «Να περιμένουμε να γυρίσει ο λοχίας να το αναφέρουμε», είπα. «Θα μπλέξουμε».
«Όχι!», είπε κοφτά. «Αυτοί οι καραβανάδες θα κάνουν καμιά βλακεία! Λοιπόν, άκουσέ με….». Με κοίταξε στα μάτια. Μιλούσε έντονα, παθιασμένα. «Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα σε κανέναν! Δεν το βλέπεις;». Ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του. Η απόλυτη ομορφιά της τέχνης μέσα στην απόλυτη αθωότητα της φύσης! Είναι υπέροχο! Είναι σχεδόν μια πράξη…. θείας χάρης! Θα την θάψω ξανά για να μην την βρει κανείς. Θα με βοηθήσεις;».
Ήμουν μπερδεμένος. «Θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα», είπα. Φαινόταν τόσο ειλικρινής μες στην παραφορά του. Μου ήταν αδύνατο να του αντισταθώ.
«Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα πεις τίποτα;», με ρώτησε.
«Ναι, στο υπόσχομαι».
Έσκυψε πάνω απ’ το άγαλμα και άρχισε να το σκεπάζει ξανά. «Έλα, γρήγορα. Πριν έρθει ο λοχίας!». Κάθισα κι εγώ δίπλα του να τον βοηθήσω.
Από τότε, μέσα σε λίγες μόνο μέρες, η συμπεριφορά του άλλαξε ραγδαία. Η όψη του χλωμή, άρρωστη. Την περισσότερη ώρα κοιμόταν. Στις εξόδους του εξαφανιζόταν. Κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε. Άλλοτε πάλι περιφερόταν μόνος κι αμίλητος, μ’ένα κενό βλέμμα, στους διαδρόμους του λόχου. Πάσχιζα, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε πάθει. Προσπαθούσα ν’ ανοίξω μαζί του διάλογο, να του μιλήσω για τα αγαπημένα του θέματα, τη μουσική, τη φιλοσοφία. Άλλες φορές τον ρωτούσα αν ήταν κάτι που θα μπορούσα να κάνω για να τον βοηθήσω ή του φώναζα να προσπαθήσει να συνέλθει, ότι δεν είναι αντάξιά του μια τέτοια στάση. Μάταια, όμως. Γύριζε το κεφάλι απ’ την άλλη και το βλέμμα του χανόταν μακριά.
Ένα απόγευμα, θυμάμαι, τον είδα να στέκεται πάνω απ’ τον τάφο της Τζάκι, κατάχλωμος με το βλέμμα καρφωμένο στο χώμα. Τον πλησίασα. Άκουγε μουσική με τα ακουστικά. Ψηνόταν στον πυρετό κι έτρεμε.
«Τι ακούς;», ρώτησα.
Χωρίς να μου μιλήσει, έβγαλε τα ακουστικά και μου τα φόρεσε.
«Βιβάλντι;», τον ρώτησα.
Καμιά απάντηση.
Stabat Mater dolorosa
Juxta Crucem lacrimosa,
Dum pendebat Filius.
Είχε περάσει πια ενάμισης μήνας από τότε που βρήκαμε το άγαλμα, όταν ήρθε και μου μίλησε.
«Αύριο είμαστε εξοδούχοι», είπε. «Θέλεις να ’ρθεις μαζί μου;».
Είχε εβδομάδες ολόκληρες να μου απευθύνει το λόγο.
«Ναι, φυσικά», είπα, θέλοντας να προσθέσω: «Τι συμβαίνει; Πες μου! Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι!», όμως γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε πριν προλάβω να τον ρωτήσω τίποτα.
Το μεσημέρι της επόμενης μέρας πήραμε το μονοπάτι μέσα απ’ τα χωράφια. Ένα αεράκι πάνω μας και γύρω μας ριγούσε τα φυλλώματα σε κυματισμούς.
«Ο πατέρας μου ήταν αρχαιολόγος», είπε ξαφνικά. Ήταν η μοναδική φορά που ανέφερε την οικογένειά του. Δεν ξαναμιλήσαμε στη διαδρομή.
Φτάσαμε στο ρέμα, εκεί που ήταν θαμμένο το άγαλμα.
«Λοιπόν;», ρώτησα.
Δίχως να πει τίποτα, κάθισε κάτω κι άρχισε να σκάβει με αργές κινήσεις το χώμα. Αποκαλύφθηκε ξανά η μορφή μέσα στη γη. Πρόσεξα, πρώτη φορά, το προτεταμένο της χέρι, σπασμένο απ’ τον καρπό. Ανασηκώθηκε και με αργές κινήσεις έβγαλε τα ρούχα του μένοντας γυμνός. Το αρμονικό του σώμα θολό, μια σκιά μπροστά απ’ τις αντανακλάσεις των νερών. Ξάπλωσε μπρούμυτα πάνω απ’ το άγαλμα. Φίλησε απαλά τα μαρμάρινα χείλη. Μια έκφραση οδύνης πάνω στο όμορφο πρόσωπό του. Ξέσπασε σε λυγμούς. Αγκάλιαζε σφιχτά το άγαλμα και, κλαίγοντας σαν μωρό παιδί, παραμιλούσε. Πήγα και κάθισα δίπλα του. Του χάιδεψα τα μαλλιά. Απ’ τα λόγια του διέκρινα μόνο κάτι για «τιμωρία» και «λύτρωση». Η φωνή του έσβηνε. Έπεσε σε λήθαργο, γυμνός πάνω στο μισοθαμμένο μαρμάρινο σώμα. Πιο κάτω το ρέμα άστραφτε στον ήλιο. Κι εγώ στεκόμουν και κοιτούσα τα νερά, ανήμπορος να τον βοηθήσω.
Το βράδυ πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Αμίλητοι κάτω απ’ το φεγγάρι. Εγώ μπροστά, εκείνος λίγο πιο πίσω. Άκουγα τα βήματά του πίσω μου, εξαντλημένα να μ’ ακολουθούν.
Λίγες μέρες αργότερα, γύρισα για δυο εβδομάδες στο σπίτι μου με άδεια, την τελευταία πριν το τέλος της θητείας μου. Μακριά απ’ το στρατόπεδο, όλα αυτά τα γεγονότα ξεθώριαζαν μες στο μυαλό μου. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να μάθω τι έκανε ο Χάρης εκείνες τις δυο εβδομάδες. Μια μέρα έλαβα μια καρτ ποστάλ. Στη μπροστινή όψη, ένα στιγμιότυπο από μια στρατιωτική παρέλαση. Πίσω έγραφε:
Στο μέλλον.
«Χαίρε, Νικόλαε!», είπε όταν με είδε. Φαινόταν εύθυμος, έφερνε λίγο στον παλιό του εαυτό.
«Πώς είσαι;», ρώτησα.
«Θεϊκά!». Μου ’πιασε το χέρι απ’ τον καρπό και μου ψιθύρισε στ’ αυτί: «Στις δύο τη νύχτα στο φράχτη, πίσω απ’ τον όρχο. Σε παρακαλώ!».
Ήμουν εκεί. Ετοιμαζόταν να πηδήξει έξω από μια τρύπα στο συρματόπλεγμα.
Είπα: «Ήρθα να σ’ αποχαιρετίσω. Υποσχέσου μου ότι θα ’ρθεις να με βρεις έξω απ’ αυτό το τρελοκομείο».
«Μην ανησυχείς! Δεν με ξεφορτώνεσαι έτσι εύκολα!», απάντησε χαμογελώντας.
Το άλλο πρωί τα νέα έκαναν το γύρο του στρατοπέδου. Εγώ τα ’μαθα τυχαία στην τραπεζαρία κατά τη διάρκεια του πρωινού, λίγο προτού περάσω απ’ το Διοικητή για να πάρω το απολυτήριο. Στο τραπέζι που καθόμουν ένας στρατιώτης διηγιόταν τα συμβάντα στην παρέα του:
«Μου τα ’πε όλα ο Μιχαλόπουλος που ’ταν χτες στην εξωτερική περίπολο: Είχε βρει, λέει, ο φιλαράκος εντελώς τυχαία κάτι αρχαία μέσα στα χωράφια. Άκου τώρα να δεις! Ο πατέρας του κάνει ήδη φυλακή για αρχαιοκαπηλία! Τον έφερε, λοιπόν, σ’ επαφή με κάτι τύπους για να τ’ αγοράσουνε και να τα πουλήσουν στο εξωτερικό. Χθες βράδυ την κοπάνησε απ’ το στρατόπεδο για να πάει να τους συναντήσει εκεί που ήταν θαμμένα τα αρχαία. Κάπου δεν τα βρήκανε κι αρχίσαν τις φωνές. Πάνω στη φασαρία κατέφτασε και η περίπολος, κι επικράτησε πανικός. Πέσαν και πυροβολισμοί. Μες στον πανικό, μια ξώφαλτση σφαίρα τον βρήκε τον φιλαράκο στο κεφάλι και…. παρ’ τον κάτω! Τους υπόλοιπους τους συνέλαβαν κι έτσι τα ’μαθαν όλα. Δυο μήνες, λέει, το σχεδίαζε το κόλπο ο φιλαράκος!».
Η καναδέζα μας άφησε και τους τέσσερις στη στάση για την πόλη. Ήρθε το λεωφορείο, αλλά δεν ανέβηκα. «Προτιμώ να περπατήσω», είπα στον οδηγό.
Βγήκα απ’ το δρόμο διασχίζοντας τα χωράφια – εκτάσεις ατέλειωτες μέχρι το τέλος του ορίζοντα κι ανάμεσά τους συστάδες από λεύκες και πλατάνια. Το ποτάμι, πιο πέρα, κρυμμένο πίσω απ’ τα δέντρα. Σταμάτησα κάτω από μια λεύκα και ξάπλωσα στο χώμα. Από πάνω ο ουρανός εκτεινόταν απέραντος. Ένα σμήνος αγριοπούλια τον διέσχισε βιαστικά σ’ έναν εντυπωσιακό σχηματισμό.
Fac, ut animae donetur
Paradisi gloria.
Amen.