Κάθισες μόνος να πιεις έναν ακόμα καφέ
αν και δεν ήθελες.
Γύρω σου άγνωστοι. Κανείς δε σε κοιτά.
Να θυμηθείς να πάρεις εκείνο το δωράκι.
Θυμάσαι, όμως, την ευλογημένη στασιμότητα που σου πήραν απ’ τα χέρια.
Δεν το βλέπεις, αλλά η πλάτη σου έχει καμπουριάσει.
Άλλωστε βρίσκεσαι εφαπτόμενος σε τόσες ξένες διαδρομές.
Ο πίνακας με τα δρομολόγια πάνω απ’ το τραπέζι σου.
Κάπου προσπαθείς να πας.
Τι σημασία έχει (σκέφτεσαι) αφού το ταξίδι σου
επιστρέφει πάλι πάνω σου;
Σκέφτεσαι:
Τι δεν πήγε καλά στο ρίζωμα των σωμάτων;
Πώς ναυάγησε έτσι η χωματένια μέθη των ονείρων;
Και τώρα τι μένει, που το ταξίδι σου είναι και πάλι σαν τα άλλα
(τα τόσα) που ‘χεις κάνει.
Τώρα που απλά ο χώρος αλλάζει και ο χρόνος σε σπρώχνει
χωρίς να κινείσαι,
χωρίς να μετακινείσαι από κείνο το τραπέζι,
από κείνον τον καφέ
που, στ’ αλήθεια, δεν τον θέλεις.